- επιφορώ
- ἐπιφορῶ, -έω (AM)επισωρεύω («κατύπερθε δὲ ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῡν γῆς ἐπεφόρησε», Ηρόδ.)αρχ.1. φέρω, προσφέρω2. συλλαμβάνω ή έχω στην κοιλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φορώ, επαναληπτικό, εμφατικό παράγωγο τού φέρω].
Dictionary of Greek. 2013.