επιφορώ

επιφορώ
ἐπιφορῶ, -έω (AM)
επισωρεύω («κατύπερθε δὲ ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῡν γῆς ἐπεφόρησε», Ηρόδ.)
αρχ.
1. φέρω, προσφέρω
2. συλλαμβάνω ή έχω στην κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φορώ, επαναληπτικό, εμφατικό παράγωγο τού φέρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιφόρῳ — ἐπίφορος carrying towards masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφόρημα — ἐπιφόρημα, τὸ (A) [επιφορώ] 1. στον πληθ. τὰ ἐπιφορήματα πρόσθετα φαγητά μετά το δείπνο («σίτοισι δὲ ὀλίγοισι χρέονται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῑσι», Ηρόδ.) 2. προσφορά πάνω στον τάφο …   Dictionary of Greek

  • επιφόρησις — ἐπιφόρησις, ἡ (Μ) [επιφορώ] προσθήκη, συσσώρευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”